ὑδατῶδες

ὑδατῶδες
ὑδατώδης
watery
masc/fem voc sg
ὑδατώδης
watery
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • αμόργη — ἀμόργη, η (AM) [ἀμέργω] μσν. είδος βαφής αρχ. 1. η ἀμοργίς* 2. το υδατώδες μέρος που εκφεύγει κατά την έκθλιψη τών ελιών, κατακάθι, μούργα …   Dictionary of Greek

  • αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό …   Dictionary of Greek

  • δακρυώδης — ες (AM δακρυώδης, ες) όμοιος με δάκρυ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη κομμιοφόρα φυτά τού γένους αμυριδοειδή αρχ. 1. ο αξιοθρήνητος 2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό …   Dictionary of Greek

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • υδατώδης — ες / ὑδατώδης, ῶδες, ΝΜΑ 1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός 2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός νεοελλ. 1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή τού φύλλου τών φυτών, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • υδατώνω — ὑδατῶ, όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος] καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές νεοελλ. 1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω 2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω αρχ. παθ. ὑδατοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός …   Dictionary of Greek

  • υδρόβαμμα — το, Ν (φαρμ.) υδατώδες βάμμα, σε αντιδιαστολή προς το οινοπνευματώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βάμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”